- πώποκα
- πώποκα, [dialect] Dor. for sq.,A
οὐ πώποκα Epich.1701
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐ πώποκα Epich.1701
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πώποκα — Α (δωρ. τ.) βλ. πώποτε … Dictionary of Greek
πώποτε — και πώ ποτέ και πώποκα Α επίρρ. 1. (με άρνηση) ποτέ ώς τώρα («κακία οὐχ εὐρεθήσεται ἐν σοὶ πώποτε», ΠΔ.) 2. (χωρίς άρνηση) μερικές φορές, κάποτε, ενίοτε («ὅστις ἐμοῡ πώποτε ἀκηκόατε διαλεγομένου», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶ* + ποτέ (Η) / ποκά] … Dictionary of Greek